- έτοιμος
- -η, -ο (ΑΜ ἕτοιμος, -η, -ον και ἕτοιμος, -ονΑ και ἑτοῑμος, -η, -ον και ἑτοῑμος, -ον)1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ' ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ.β. «καί τοι ταῡτα ποιήσαντι τοῡτο μέν ἐστι ἕτοιμα παρ' ἐμοὶ χρήματα», Ηρόδ.γ. «είμαι έτοιμος για ταξίδι» δ. «κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων»)2. ο προετοιμασμένος για άμεση δράση, ο πρόθυμος, ο διατεθειμένος για κάτι (α. «ύπακούειν ἑτοιμότεροι» — πρόθυμοι να υπακούουν, Θουκ.β. «είμαι έτοιμος να κάνω ό, τι μού πεις»)3. ο τολμηρός, ο ριψοκίνδυνος, ο θαρραλέος (α. «είμαι έτοιμος για όλα» β. «τὴν τοῡ Βρασίδου γνώμην ὁρῶντες ἑτοίμην», Θουκ.)νεοελλ.φρ. α) «τρώει από τα έτοιμα» — δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά συντηρείται ξοδεύοντας την περιουσία άλλου ή παλιές οικονομίες τουβ) «έτοιμη απάντηση» — γρήγορη και επιτυχημένη απάντησηγ) «τα θέλει όλα έτοιμα» — για οκνηρούς ή αδρανείς που επιζητούν να μην κοπιάζουν οι ίδιοι για ό, τι τούς χρειάζεταιμσν.1. ο ικανός, ο κατάλληλος2. ο έμπιστος3. φρ. «στὸ ἕτοιμο νά...» — παρά λίγο να...αρχ.1. ο βέβαιος, ο σίγουρος, αυτός που έχει γίνει ή θα γίνει οπωσδήποτε (α. «αὐτίκα γὰρ τοι ἔπειτα μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῑμος», Ομ. Ιλ.β. «ἑτοῑμα τεταύχαται» — έχουν πραγματοποιηθεί, Ομ. Ιλ.)2. ο εύκολος να πραγματοποιηθεί («ἕτοιμον ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι» — είναι εύκολη η διαφθορά, Πλούτ.)3. φρ. «ἐξ ἑτοίμου» — αμέσως και χωρίς δισταγμό, εκ τού προχείρου4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἕτοιμον ή τὸ ἑτοῑμονη τόλμη, η αποφασιστικότητα («τὸ ἕτοιμον τῆς γνώμης» — η τόλμη στη γνώμη, Φιλόστρ.).επίρρ...ετοίμως και έτοιμα (ΑΜ ἑτοίμως, Μ και ἕτοιμα)με ετοιμότητα, με προθυμία, με ευχαρίστησημσν.ἕτοιμα1. (χρονικό) α) αμέσως, στη στιγμήβ) πριν από λίγη ώραγ) σε λίγη ώρα2. (τροπικό) πρόθυμααρχ.-μσν.φρ. «ἑτοίμως ἔχω» με απρμφ.είμαι πρόθυμος να...αρχ.1. γρήγορα («ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν», Ξεν.)2. προφανώς, φανερά («οὐ κινδυνεύεις... ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία υπόθεση η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τη λ. ἐτὸς «αληθινός» και ως β' συνθετικό τη λ. οἶμος «δρόμος». Σ' αυτή την περίπτωση η δάσυνση τού τ. ἑτοῖμος μπορεί να ερμηνευθεί μόνο βάσει τού ΙΕ τ. *s-e-to-s στον οποίο ανάγεται το ἐτός, που ψιλούται λόγω ιωνικής προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη —όχι πολύ πιθανή— η λ. ετοίμος προέρχεται από αμάρτυρη δοτική *ἑτοῖ τού *ἑτὸς και εμφανίζει επίθημα -μος. Ο τ. έτοιμος είναι νεώτερος αττικός τ. και προήλθε σύμφωνα με τον τονικό νόμο τού Vendryes, κατά τον οποίο τα ονόματα τής παλαιότερης Αττικής που σχημάτιζαν στις τρεις τελευταίες συλλαβές τους αμφίβραχυ και έπαιρναν περισπωμένη στην παραλήγουσα (u-uW π.χ. ετοῖμος, ερῆμος, τροπαῖον κ.τ.ό.) μετατράπηκαν σε παροξύτονα (έτοιμος, έρημος, τρόπαιον κ.τ.ό.) στη νεώτερη Αττική. Η λ. ἑτοῖμος, που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο και διατηρείται ώς σήμερα, αρχικά σήμαινε «διαθέσιμος» και αναφερόταν σε τροφή, χρήματα κ.λπ. Όταν αναφερόταν στο μέλλον είχε τη σημασία «βέβαιος, σίγουρος», ενώ όταν αναφερόταν στο παρελθόν «πραγματοποιημένος» και όταν, τέλος, αναφερόταν σε πρόσωπα σήμαινε «δραστήριος, αποτελεσματικός» και, κατ' επέκταση, «θαρραλέος, ριψοκίνδυνος».ΠΑΡ. ετοιμάζω, ετοιμότης, ετοίμως.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ετοιμοθάνατος, ετοιμολόγος, ετοιμοπόλεμοςαρχ.ετοιμοκόλλιξ, ετοιμοκοπία, ετοιμόκοσσος, ετοιμόπτωτος, ετοιμοπώλης, ετοιμορρεπής, ετοιμοτόμος, ετοιμοτρεπής, ετοιμόφθορος, ετοιμοφθόροςαρχ.-μσν.ετοιμοπειθήςμσν.ετοιμόδακρυς, ετοιμοδώρητος, ετοιμοεγρήγορος, ετοιμομεμφής, ετοιμοπαθής, ετοιμοπενθής, ετοιμόπιστος, ετοιμόσβεστος, ετοιμότρωτος, ετοιμόφθαρτος, ετοιμόφλεκτοςμσν.- νεοελλ.ετοιμόγεννος, ετοιμόρροποςνεοελλ.ετοιμοπαράδοτος, ετοιμόσβηστος, ετοιμόφοβος, ετοιμοφόρτωτος. (Β' συνθετικό) ανέτοιμοςνεοελλ.πανέτοιμος].
Dictionary of Greek. 2013.